Αλκιβιάδης Κλεινίου Σκαμβωνίδης

Το σημερινό άρθρο αποτελεί μεταποίηση μιας ακαδημαϊκής εργασίας (προσωπογραφίας) που συνέταξα στο 2ο έτος των σπουδών μου, στο πλαίσιο ενός μάλλον ασήμαντου φιλολογικού μαθήματος (διατηρείτο μέχρι πρόσφατα δημοσιευμένη στο Academia.edu, πλάι στις δύο βασικές πτυχιακές μου διατριβές). Την μεταφέρω εδώ σχεδόν αυτούσια, με εξαίρεση κάποιες απαραίτητες γραμματικές και αισθητικές παρεμβάσεις, συγκρατώντας παράλληλα την σφοδρή επιθυμία μου να προβώ σε περαιτέρω ουσιαστικές προσθήκες, οι οποίες έχουν προκύψει στο ενδιάμεσο διάστημα (επτά χρόνια) της ενασχόλησης και του θαυμασμού μου απέναντι στη μακιαβελική μεγαλοφυΐα και ραντιανή πυγμή του ασυμβίβαστου Αθηναίου στρατηγού. Ακολουθεί το πρωτότυπο κείμενο, με ευθείες αναφορές στο αθάνατο ιστοριογραφικό έργο του Θουκυδίδη:

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΚΛΕΙΝΙΟΥ ΣΚΑΜΒΩΝΙΔΗΣ
[ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΘΟΥΚΥΔΙΔΕΙΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ]

Παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα; Προκλητικός νάρκισσος; Απείθαρχος τυχοδιώκτης; Προικισμένος δημαγωγός; Μήπως, τελικά, όλα τα παραπάνω; Σίγουρα ένας άνθρωπος που πετυχαίνει μέσα στα σαράντα-έξι χρόνια της ύπαρξής του (450 π.Χ. – 404 π.Χ.) να προκαλέσει τέτοιο ευρύ φάσμα συναισθημάτων σε εχθρούς και φίλους, είναι ένας άνθρωπος αξιοσημείωτος.

Γεννημένος μέσα στα προνόμια ως γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνιδών, ο Αλκιβιάδης έλαβε υψηλότατη μόρφωση όντας μαθητής του σοφιστή Προδίκου, ενώ φοίτησε επίσης και στο πλευρό του κορυφαίου Σωκράτη, αλλά και προπονήθηκε στην τέχνη της ρητορικής. Βρήκε την χρυσή ευκαιρία να ξεπηδήσει στο προσκήνιο μετά την υπογραφή της Νικίειου Ειρήνης, με την οποία έληξε η πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, και από τότε δεν έπαψε να επηρεάζει τις τύχες της πανελλήνιας σύρραξης, τόσο σε διπλωματικό (και παρασκηνιακό) όσο και σε στρατιωτικό-ναυτικό επίπεδο.

Περίτεχνοι ελιγμοί, αχαλίνωτες φιλοδοξίες, αποστασίες σε Σπάρτη και Σούσα, μα και ανακλήσεις, ναυτικοί θρίαμβοι αλλά και βέβηλες… νυχτερινές έξοδοι συγκροτούν τον πολύχρωμο πίνακα της δράσης του Αθηναίου πολιτικού και στρατηγού. Ένας γνήσιος αντιήρωας – με την λογοτεχνική / κινηματογραφική έννοια του όρου – ο Αλκιβιάδης θα πράξει άλλοτε σύμφωνα με το καλό της πατρίδας και άλλοτε κατά το προσωπικό του όφελος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ακόμα και στα πλέον παράλογα σχέδιά του διαφαινόταν ένα ακονισμένο και συνάμα ασυμβίβαστο – σε βαθμό ύβρεως – μυαλό.

Η πολυτάραχη σταδιοδρομία του Αλκιβιάδη δεν του άφησε το κλέος ενός Μιλτιάδη ή την αιώνια υστεροφημία που απήλαυσε ο θείος του, Περικλής. Ήδη οι σύγχρονοί του ιστορικοί απεφάνθησαν με ανάμεικτες έως και δηκτικές παρατηρήσεις για τα έργα και τις ημέρες του, ενώ παράλληλα η κοινή γνώμη μέχρι σήμερα διατηρεί μια αρνητική εικόνα για τον γιο του Κλεινία, την εικόνα ενός προδότη και συμφεροντολόγου.

Η κριτική στο πρόσωπο του Αλκιβιάδη σαφώς και δεν είναι ανυπόστατη, από την άλλη πλευρά, όμως, θα πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι σε μια εποχή όπου η Αθηναϊκή Δημοκρατία γνώρισε και υπέστη τον έλεγχο και την δημαγωγία των “πολλών και μετρίων” στα πολιτικά και τον πόλεμο, τότε υπήρξε και ένας θρασύτατος «άριστος», ο οποίος έφτασε στα άκρα για να υλοποιήσει το όραμά του.

Ο Αλκιβιάδης, όπως είναι φυσικό, επανέρχεται διαρκώς στο έργο του Θουκυδίδη – Θουκυδίδου Ιστορίαι – και ο Αλιμούσιος ιστορικός προβαίνει σε έκθεση και κριτική των λόγων και των πράξεων του συμπατριώτη του. Πάνω σε αυτή, ορισμένοι μελετητές (λ.χ. Brunt) αποφαίνονται ότι ο Θουκυδίδης είναι μεροληπτικός προς τον Αλκιβιάδη και μάλλον υπερεκτιμά τις αρετές του λόγω της προσωπικής φιλίας των δύο ανδρών, ενώ άλλοι (λ.χ. de Romilly) αντικρούουν πως τέτοια συμπεράσματα είναι αυθαίρετα, αφού σε πολλά σημεία ο ιστορικός κριτικάρει σφόδρα τις απερίσκεπτες ενέργειες του πολιτικού και στρατηγού.

Η μη ολοκλήρωση του έργου από τον Θουκυδίδη δεν θα καλύψει φυσικά τις τελευταίες πράξεις του δράματος του πολέμου αλλά, όπως και να ΄χει, η εξιστόρηση μέχρι το 411 π.Χ. περιλαμβάνει συγκλονιστικά γεγονότα στα οποία ο… ήρωάς μας παίζει καθοριστικό και μοιραίο ρόλο. Αρκούν μόνο μερικά αποσπάσματα από το θουκυδίδειο κείμενο για να μας διαφωτίσουν για την προσωπικότητα του Αλκιβιάδη και πώς αυτή αντανακλούσε σε έναν από τους μεγάλους συγχρόνους του, όπως ήταν ο αξεπέραστος ιστορικός.

Στο έκτο βιβλίο των Ιστοριών, κεφάλαιο δέκατο πέμπτο, παράγραφοι 1 έως 4, [“Ο μέν Νικίας τοιαύτα είπε, τών δέ Αθηναίων παριόντες……….. αυτού αχθεσθέντες, καί άλλοις επιτρέψαντες, ού διά μακρού έσφηλαν τήν πόλιν.“], ο Θουκυδίδης εκθέτει τα κίνητρα και τον χαρακτήρα του Αλκιβιάδη στο πλαίσιο μιας συνέλευσης της Εκκλησίας του Δήμου σχετικά με τη Σικελική Εκστρατεία. Ο Νικίας έχει μόλις παραθέσει τα επιχειρήματά του για τη ματαίωση του εγχειρήματος και ο Αλκιβιάδης ετοιμάζει την απάντησή του. Τονίζεται αρχικά ότι ο Αλκιβιάδης ήθελε να ανταγωνιστεί τον Νικία επειδή διαφωνούσαν κάθετα στα πολιτικά ζητήματα, αλλά και επειδή τον είχε προσβάλει σε προσωπικό επίπεδο.

Ο Θουκυδίδης προχωρά όμως βαθύτερα και εκτιμά πως πίσω από το πάθος του Αλκιβιάδη για την πραγμάτωση της ριψοκίνδυνης εκστρατείας κρύβονται οι προσωπικές του φιλοδοξίες να κατακτήσει τη Σικελία και την Καρχηδόνα, με όλη τη δόξα και τον υλικό πλούτο που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν. Τη δεδομένη χρονική συγκυρία ο Αλκιβιάδης και η Εκκλησία του Δήμου βρίσκονται σε μια ιδανική παράλληλη τροχιά φιλοδοξιών και ο πολυπράγμων πολιτικός καλεί τους Αθηναίους σε προληπτική δράση στη θαλάσσια «σκακιέρα», μια στάση που ταιριάζει διαχρονικά στη νοοτροπία των Αθηναίων, οι οποίοι δεν αρέσκονταν ιδεολογικά στην απραξία (βλ. “ξυμφοράν τε ούχ ήσσον ησυχίαν απράγμονα ή ασχολίαν επίπονον”, απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο των Ιστοριών).

Επακολούθως ο Θουκυδίδης εντοπίζει τον λόγο που η ηγεμονία των Αθηναίων εν τέλει καταρρέει στο υπερβολικό οικονομικό άνοιγμα που ο Αλκιβιάδης παρέσυρε τον Δήμο, ένα άνοιγμα το οποίο δεν είχε την περιουσία για να δικαιολογήσει. Οι Αθηναίοι σύντομα θα φοβηθούν ότι ο έκλυτος βίος που διατελούσε και το πλήθος των ηδονών τις οποίες απολάμβανε προοιώνιζαν έναν νέο τύραννο για την πόλη.

Η εχθρότητα του αθηναϊκού λαού προς το άτομο του πολιτικού γόνου θα οδηγήσει στην ανάθεση της στρατηγίας σε τρίτα πρόσωπα, παρότι ο ίδιος ο Αλκιβιάδης -κατά τον Θουκυδίδη- είχε προετοιμάσει ορθά τη δημόσια ατζέντα του σχετικά με τον πόλεμο. Ο ιστορικός λοιπόν δεν είναι απολύτως αρνητικά διακείμενος απέναντι στον “πρωταγωνιστή” μας, καθώς δεν τον θεωρεί προσωπικά υπεύθυνο για την καταστροφή στη Σικελία, ενώ σε ένα μικρό απόσπασμα τονίζει παράλληλα πως η συμπεριφορά του στον πόλεμο ήταν «τόσο καλή για να γίνει επιθυμητή».

Ένα καίριο και πολυσυζητημένο περιστατικό της ζωής του Αλκιβιάδη είναι η αποκοπή των κεφαλών των Ερμών. Ο Θουκυδίδης αφιερώνει πάνω από δύο κεφάλαια (27.1 έως 29.3) του έκτου βιβλίου του στο γεγονός αυτό και στις αντιδράσεις που προκάλεσε στους αθηναϊκούς κύκλους. Εδώ θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς μια υπεράσπιση του Αλκιβιάδη, ο οποίος διεβλήθη και συκοφαντήθηκε από πολιτικούς αντιπάλους που εκμεταλλεύτηκαν βάσιμες υποψίες, χρησιμοποιώντας όμως αβάσιμα στοιχεία εναντίον του.

Ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην παράδοση των πέτρινων στηλών του θεού Ερμή και το ανθρωποκυνηγητό που ξεκίνησε όταν η πλειονότητά τους βρέθηκε με σπασμένο το πρόσωπο μέσα σε μία νύχτα. Η ιεροσυλία εκλήφθη ως κακός οιωνός για την επικείμενη εκστρατεία, καθώς και προϊόν “αντιδημοκρατικής συνωμοσίας”. Στις εγγυήσεις για ελευθεροστομία και χρηματική αμοιβή απάντησαν ορισμένοι μέτοικοι και υπηρέτες (sic) που κατήγγειλαν ότι κάποιοι νέοι, συμπεριλαμβανομένου του Αλκιβιάδη, είχαν ακρωτηριάσει αγάλματα και είχαν τελέσει σε σπίτια παρωδία των Ελευσινίων Mυστηρίων. Οι εχθροί του -κατά γενική ομολογία- προκλητικού Αλκιβιάδη διόγκωσαν, πάντοτε κατά τον κορυφαίο ιστορικό, τα παραπάνω επιχειρήματα με σκοπό να τον βγάλουν από το πολιτικό παιχνίδι και να αποκτήσουν αυτοί τον έλεγχο της ευμετάβλητης δημοκρατικής μερίδας.

Ο Αλκιβιάδης, όπως διαφαίνεται μέσα από τη θουκυδίδεια αφήγηση, αποδεικνύεται δεινός ρήτορας στην υπεράσπισή του, δίνοντας εαυτόν στην κρίση της δικαιοσύνης: αν κριθεί ένοχος, να τιμωρηθεί πάραυτα, αν όμως βρεθεί αθώος, να σταλεί στη Σικελία ως στρατηγός. Ο Αλκιβιάδης κρίνεται γνωστικός σε αυτό το σημείο, γιατί θέλει το θέμα να ξεκαθαριστεί προτού επισκιάσει το όλο εγχείρημα της εκστρατείας. Οι πολέμιοί του, όμως, επειδή φοβούνταν αφενός την θετική προαίρεση του στρατού, αφετέρου την επιείκεια του πλήθους προς τον κατηγορούμενο, διέρρεαν πως έπρεπε να γίνει άμεσα η εκστρατεία και ο Αλκιβιάδης να δικαστεί με την επιστροφή του, ποντάροντας στο ότι θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βαρύτερη κατηγορία με εκείνον απόντα, κάτι που τελικά και έγινε.

Ο Αλκιβιάδης αφού καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από τους ίδιους του τους συμπατριώτες, θα αυτομολήσει στη Σπάρτη όπου θα πείσει με χαρακτηριστική ρητορική δεινότητα τους μέχρι πρότινος αντιπάλους του να ακολουθήσουν τις συμβουλές του. Με αυτόν τον τρόπο θα ενορχηστρωθεί ο επιτειχισμός της Δεκέλειας, η χαριστική βολή για την ταπεινωμένη Αθήνα και ίσως η προσωπική δικαίωση του γιου του Κλεινία.

Η “οδύσσεια” του ήρωά μας δεν θα σταματήσει όμως εδώ, καθώς η καχυποψία των Σπαρτιατών (και μια ερωτική “ατασθαλία” με τη σύζυγο του βασιλιά) θα τον αναγκάσει να εγκαταλείψει τον ελλαδικό χώρο και να προσφύγει στην αυλή του Πέρση σατράπη της Λυδίας, Τισσαφέρνη. Εκεί, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (βιβλίο όγδοο, κεφάλαιο 47), ο Αλκιβιάδης θα δώσει πολύτιμες συμβουλές στο σατράπη αλλά και στον Μεγάλο Βασιλέα της Περσίας, ενώ παράλληλα θα προλειάνει το έδαφος για μια ενδεχόμενη επάνοδο στην γενέτειρά του, μια προοπτική που ήθελε πάντα να κρατάει ανοιχτή.

Πόνταρε ουσιαστικά στην απελπισία και τον φόβο των ηττημένων και επιχείρησε να φέρει σε προσέγγιση την Αθήνα και τον Τισσαφέρνη, τον οποίο είχε εξελίξει σε καταστροφικό παράγοντα της πανελλήνιας διαμάχης, με τελικό στόχο την επιστροφή του ως επικεφαλής μιας ολιγαρχίας – και όχι της “διεφθαρμένης δημοκρατίας που τον εξόρισε”. Διέρρευσε λοιπόν την επιθυμία του αυτή σε ισχυρούς παράγοντες του αθηναϊκού στρατού που βρισκόταν στη νήσο Σάμο και έπεισε με τις προτάσεις του αρκετούς τριηράρχους και άλλα μέλη του στρατεύματος, οι οποίοι πήραν την απόφαση να ανατρέψουν την αιμορραγούσα δημοκρατία πίσω στην Αθήνα.

Σύμφωνα με το αμέσως επόμενο κεφάλαιο (βιβλίο όγδοο, κεφάλαιο 48), οι εύποροι πολίτες της Αθήνας που συντηρούσαν σε μεγάλο βαθμό την πολεμική προσπάθεια άρχισαν να ελπίζουν ότι θα αποκτούσαν τον έλεγχο της πολιτείας και θα καταπολεμούσαν τον εχθρό. Την ίδια στιγμή, ο απλός λαός και δη οι αρχικά καχύποπτοι οπλίτες δέχονταν διαβεβαιώσεις ότι ο Βασιλέας θα κάλυπτε τακτικά τους μισθούς τους και έτσι συμβιβάστηκαν με τις τρέχουσες συνωμοσίες.

Μέσα στο γενικό αδιέξοδο, ο Αλκιβιάδης και η στροφή προς το ολιγαρχικότερον παρουσιάστηκαν ως η μοναδική ελπίδα σωτηρίας, η επιστροφή όμως και η “δικαίωση” του Αλκιβιάδη θα αργήσουν να πραγματοποιηθούν – και το δεύτερο μέρος παραμένει αμφισβητούμενο από πολλούς. Θα ακολουθήσει ένα συγκλονιστικό πλέγμα γεγονότων που περιλαμβάνει συνωμοσίες, διπλωματικούς ελιγμούς και εκατέρωθεν υποσχέσεις, νικηφόρες ναυμαχίες, ανακλήσεις και δικαστικές ακροάσεις, αλλά τα γεγονότα αυτά από το 411 π.Χ. έως το θάνατο του Αθηναίου στρατηγού στη Φρυγία (404 π.Χ.) δεν καλύπτονται από το έργο του Θουκυδίδη -αυτό που μας ενδιαφέρει άμεσα στο πλαίσιο της εργασίας- αλλά από άλλες πηγές, όπως ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

Μια τόσο σύντομη προσωπογραφία δεν δύναται να καλύψει όλο το εύρος της δράσης και της προσωπικότητας αυτού του, αν μη τι άλλο, χαρισματικού άνδρα. Μεγαλωμένος σε ένα εύρωστο και ισχυρό περιβάλλον, ο Αλκιβιάδης δεν επαναπαύθηκε ποτέ στα κεκτημένα και ήθελε να αφήσει το προσωπικό του στίγμα στα αθηναϊκά πράγματα, ήθελε από νέος να αριστεύει (είχε άλλωστε διακριθεί νεότατος στη μάχη της Ποτίδαιας, καθώς και στους Ολυμπιακούς Αγώνες) και είχε συναίσθηση – ίσως υπερβολική – των προτερημάτων του, φυσικών και νοητικών.

Από την άλλη μεριά, δεν γίνεται κανείς να αποφύγει τις σκανδαλιστικές λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής: αλαζονική συμπεριφορά, αλόγιστες ηδονές, έκλυτος ερωτικός βίος. Ίσως ήταν η ανάγκη του να ξεχωρίσει που τον «έσπρωχνε» να προκαλεί την πολιτική ορθότητα και τον καθωσπρεπισμό των συμπολιτών του. Ίσως να μην ήθελε να καταλύσει άμεσα την Δημοκρατία, όπως τον κατηγορούσαν επί χρόνια, αλλά να σατιρίσει και να εκμεταλλευθεί τα τρωτά της σημεία.

Όπως και να έχει, ο Αλκιβιάδης έπραξε όσα έπραξε στη διάρκεια της ζωής του γιατί μπορούσε. Και αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι από εμάς είμαστε σε θέση να παραδεχτούμε πως πετύχαμε. Ακαταμάχητος στις επιτυχίες του και ανυποχώρητος στα λάθη του, ο γιος του Κλεινία πρωταγωνιστεί στη μεγαλύτερη σύγκρουση της ελληνικής αρχαιότητας και συνεχίζει να συναρπάζει και να διχάζει μέχρι τις μέρες μας όλους όσους μελετούν το έργο του Θουκυδίδη – και όχι μόνο.

Cool Hand Max